- κυνηγάρης
- ο , κυνηγάρα η1) охотни|к, -ца; 2) охотничья собака; 3) бабник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυνηγάρης — ο, θηλ. α (Μ κυνηγάρης, θηλ. α) 1. αυτός που κυνηγά, κυνηγός («δεν είδανε τα μάτια μου τέτοιονε κυνηγάρη, να κυνηγά τις πέρδικες τη νύχτα με φεγγάρι», δημ. δίστ.) 2. ως επίθ. κυνηγετικός, θηρευτικός νεοελλ. (συν. στο αρσ.) (για άνδρα) αυτός που… … Dictionary of Greek
κυνηγάρης, -α, -ικο — και κυνηγάρικος, η, ο κυνηγετικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαφοκυνηγάρης — και λαφοκυνηγάρης, ο κυνηγός ελαφιών και γενικά αγριμιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάφι + κυνηγάρης] … Dictionary of Greek
κυνηγάρικος — η, ο [κυνηγάρης] (για σκύλο) ο ικανός και εκπαιδευμένος για το κυνήγι, για καταδίωξη, θηρευτικός, κυνηγετικός («κυνηγάρικο σκυλί») … Dictionary of Greek
λαγονάρης — ο (Μ λαγονάρης) αυτός που τρέφει και γυμνάζει κυνηγετικά σκυλιά, ο λαγοκυνηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + κατάλ. άρης*, με ανάπτυξη ενδοφωνηεντικού ν από πιθανή επίδραση τού κυνηγάρης] … Dictionary of Greek
ψυχοκυνηγάρης — ο, Ν (ως προσωνυμία τού Χάρου) ο κυνηγός ψυχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + κυνηγάρης] … Dictionary of Greek